- γαλλικούς
- γαλλικόςgeldedmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Βουγιουκλάκης, Γεώργιος — (Αθήνα 1903 – Παρίσι 1956). Λογοτέχνης. Ο Β. θεωρήθηκε στην εποχή του από πολλούς κριτικούς ανανεωτής του νεοελληνικού μυθιστορήματος σε ό,τι αφορά το ύφος και τη μορφή. Το μυθιστόρημά του εξάλλου Ο ξένος έγινε αντικείμενο προσοχής και από τους… … Dictionary of Greek
Μοντένα — (Modena). Πόλη (176.965 κάτ. το 2001) της Β. Ιταλίας στον νομό Εμίλια – Ρομάνα, ανάμεσα στους παραπόταμους του Πάδου Σέκια και Πανάρο, και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Ο αρχικός πυρήνας της δημιουργήθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια, πιθανόν γύρω… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σαγκάλ, Μαρκ — (Chagall). Γάλλος ζωγράφος ρωσικής καταγωγής (1887 1985). Η πρώτη καλλιτεχνική εκπαίδευση του Σ. άρχισε στο Βι τέμπσκ, στο εργαστήριο του ζωγράφου Πεν και συνεχίστηκε με το Λεόν Μπακστ στην Πετρούπολη, από το 1907 ως το 1910. Η ανήσυχη και… … Dictionary of Greek
Φιρετιέρ, Αντουάν — (Furetiθre, 1619 – 1688). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από αστική οικογένεια, διετέλεσε δε διαδοχικά δικηγόρος, οικονομικός επίτροπος της μονής του Aγίου Γερμανού και μοναχός. Το 1662, ο Φ. εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Συνεχίζοντας την… … Dictionary of Greek
Φλάνδρα — (Vlaanderen στα φλαμανδικά, Flandre στα γαλλικά). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Ευρώπης, που βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος στο Βέλγιο –του οποίου αποτελεί τις δύο επαρχίες: της Δυτικής και της Ανατολικής Φ.–, αλλά εκτείνεται και στη βόρεια… … Dictionary of Greek
Φρενέλ, Oγκιστέν-Ζαν — (Fresnel, 1788 – 1827). Γάλλος φυσικός και εφευρέτης. Οι επιστημονικές του έρευνες στράφηκαν, κυρίως, γύρω από την πόλωση του φωτός, τη διάθλαση, την απλή ανάκλαση και την κυματοειδή του διάδοση. Ως ερευνητής και επιστήμονας είχε μεγάλη φήμη, γι’ … Dictionary of Greek